- διαγόρευσις
- διαγόρευσιςdeclarationfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαγόρευσις — διαγόρευσις, η (AM) [διαγορεύω] διακήρυξη … Dictionary of Greek
διαγορεύσει — διαγόρευσις declaration fem nom/voc/acc dual (attic epic) διαγορεύσεϊ , διαγόρευσις declaration fem dat sg (epic) διαγόρευσις declaration fem dat sg (attic ionic) διαγορεύω declare aor subj act 3rd sg (epic) διαγορεύω declare fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγορεύσεσι — διαγόρευσις declaration fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγόρευσιν — διαγόρευσις declaration fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιαγόρευσις — εύσεως, ή, Α ακριβής πρόβλεψη τής καλής ή τής κακής έκβασης μιας αρρώστιας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαγόρευσις (< διαγορεύω «ορίζω ρητώς, πιστοποιώ»)] … Dictionary of Greek
διαγορεύσεων — διαγορεύσεω̆ν , διαγόρευσις declaration fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγορεύσεως — διαγορεύσεω̆ς , διαγόρευσις declaration fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)